σιδερόξυλο

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά στο εμπόριο 24 τουλάχιστον είδη δένδρων και θάμνων
2. το ξύλο τών δένδρων αυτών, που είναι πολύ σκληρό και βαρύ και σε ορισμένες περιπτώσεις βαρύτερο από το νερό
3. (κατ' επέκτ.) κάθε ξύλο εξαιρετικής σκληρότητας.