σκαλαβώτης
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ου, ὁ, later form for ἀσκαλαβώτης, Orac. ap. Eus.PE 5.12 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 888] ὁ, sp. Form für ἀσκαλαβώτης, vgl. Mein. Meandr. p. 69.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλᾰβώτης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀσκαλαβώτης, Ἑκάτη παρ’ Ευσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 200C· ἀλλ’ ὁ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 4. 124, προτείνει καλαβώταις.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πιθ. κατάστικτη σαύρα, ασκαλαβώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα», με σίγηση του αρκτικού άτονου α-].