σκαλαβώτης

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλᾰβώτης Medium diacritics: σκαλαβώτης Low diacritics: σκαλαβώτης Capitals: ΣΚΑΛΑΒΩΤΗΣ
Transliteration A: skalabṓtēs Transliteration B: skalabōtēs Transliteration C: skalavotis Beta Code: skalabw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, later form for ἀσκαλαβώτης, Orac. ap. Eus.PE 5.12 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, sp. Form für ἀσκαλαβώτης, vgl. Mein. Meandr. p. 69.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλᾰβώτης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀσκαλαβώτης, Ἑκάτη παρ’ Ευσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 200C· ἀλλ’ ὁ Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 4. 124, προτείνει καλαβώταις.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πιθ. κατάστικτη σαύρα, ασκαλαβώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα», με σίγηση του αρκτικού άτονου α-].