σκαθάρι

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek Monolingual

το, και σκάθαρος, ο, Ν
1. κοινή ονομασία εντόμων
2. κοινή ονομασία του περκόμορφου ψαριού Spondyliosoma cantharus που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες και συγγενεύει με τον σπάρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανθάριον / κάνθαρος, με προθετικό σ- (πρβλ. κόνις: σκόνη, πυργίτης: σπουργίτης)].