σκαπτικός

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

Greek Monolingual

και σκαφτικός, -ή, -ό, Ν σκάπτω / σκάφτω]
1. αυτός που αναφέρεται στο σκάψιμο ή που είναι κατάλληλος για σκάψιμο (α. «σκαπτικά εργαλεία» β. «σκαπτική μηχανή»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκαπτικά και σκαφτικά
η πληρωμή για το σκάψιμο, η αμοιβή του σκαφτιά.