σκιάδα

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source

Greek Monolingual

η / σκιάς, -άδος, ΝΑ
1. καθετί που χρησιμεύει για προφύλαξη από τον ήλιο, για σκιά
2. ομπρέλα για τον ήλιο, σκιάδι
3. πρόχειρο ή μόνιμο κατασκεύασμα με στέγη που χρησιμεύει για προφύλαξη από τον ήλιο και τη ζέστη, περίπτερο, κιόσκι
αρχ.
1. κτίσμα αφιερωμένο στον Διόνυσο
2. (στη Σπάρτη) κυκλικό οικοδόμημα όπου γίνονταν λαϊκές συνελεύσεις
3. (στην Αθήνα) κυκλοτερές οικοδόμημα όπου παρέμεναν και σιτίζονταν οι πρυτάνεις, η θόλος
4. ο κόρυμβος τών κορυμβοειδών φυτών
5. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. ἡλιάς)].