σκιάδα
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
Greek Monolingual
η / σκιάς, -άδος, ΝΑ
1. καθετί που χρησιμεύει για προφύλαξη από τον ήλιο, για σκιά
2. ομπρέλα για τον ήλιο, σκιάδι
3. πρόχειρο ή μόνιμο κατασκεύασμα με στέγη που χρησιμεύει για προφύλαξη από τον ήλιο και τη ζέστη, περίπτερο, κιόσκι
αρχ.
1. κτίσμα αφιερωμένο στον Διόνυσο
2. (στη Σπάρτη) κυκλικό οικοδόμημα όπου γίνονταν λαϊκές συνελεύσεις
3. (στην Αθήνα) κυκλοτερές οικοδόμημα όπου παρέμεναν και σιτίζονταν οι πρυτάνεις, η θόλος
4. ο κόρυμβος τών κορυμβοειδών φυτών
5. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναδενδράς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. ἡλιάς)].