σκιμβός

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιμβός Medium diacritics: σκιμβός Low diacritics: σκιμβός Capitals: ΣΚΙΜΒΟΣ
Transliteration A: skimbós Transliteration B: skimbos Transliteration C: skimvos Beta Code: skimbo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A halt, Hsch., cf. Sch.Ar.Nu.254.

German (Pape)

[Seite 899] hinkend, hockend, kauernd, Hesych. Vgl. σκαμβός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
χωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. σκαμβός). Αμφίβολη είναι η σύνδεση της λ. με το αρχ. νορβ. skeifr «λοξά» (βλ. και λ. σκίψαι)].