σκιμβός
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
ή, όν,
A halt, Hsch., cf. Sch.Ar.Nu.254.
German (Pape)
[Seite 899] hinkend, hockend, kauernd, Hesych. Vgl. σκαμβός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
χωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. σκαμβός). Αμφίβολη είναι η σύνδεση της λ. με το αρχ. νορβ. skeifr «λοξά» (βλ. και λ. σκίψαι)].