σμίξη
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
η, Ν σμίγω
1. μίξη, ανάμιξη
2. συνάντηση, σμίξιμο
3. συνεύρεση
4. γάμος («στον κόσμο έτοια πεθυμιά και σμίξη δεν εγίνη», Ερωτόκρ.).