σόλο

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το, Ν
1. α) σύνολο ή μέρος μουσικής σύνθεσης για φωνή ή για όργανο, που είναι γραμμένο για έναν και εκτελείται ή ερμηνεύεται από έναν μόνο εκτελεστή ή ερμηνευτή («σόλο βιολί»)
β) (ειδικά) μονωδία
2. αυτοσχεδιασμός ποικίλης έκτασης που αναπτύσσει ένας μουσικός τζαζ πάνω σε ένα θέμα με την υποστήριξη του ρυθμικού τμήματος ή της ορχήστρας
3. μέρος μπαλέτου που χορεύεται από έναν μόνον χορευτή
4. (στο χαρτοπαίγνιο της πρέφας) η περίπτωση κατά την οποία ένας παίκτης που έχει κάνει την αγορά πιάνει χαρτωσιές κατά δύο λιγότερες από όσες έχει δηλώσει, αλλ. σολαρία
5. μτφ. πράξη, ενέργεια που εκτελείται από ένα μόνον άτομο («αυτός τά πίνει σόλο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. solo < λατ. solus «μόνος»].