σουσάμι

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90

Greek Monolingual

το / σησάμιον, ΝΜΑ, και σησάμι Ν, και σησάμιν Μ
ο καρπός, τα σπέρματα του φυτού σήσαμο, που χρησιμοποιούνται ως τροφή του ανθρώπου, ως αρωματικό και για την παραγωγή του σησαμελαίου
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών σήσαμο, που ανήκει στην οικογένεια σηδαλιίδες της τάξης σηροφουλαριώδη και κυρίως του είδους Sesamum indicum, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τα εδώδιμα ελαιούχα σπέρματά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σησάμιον < σήσαμον + επίθημα -ι(ο)ν, ενώ ο νεοελλ. τ. σουσάμι < σησάμιον με τροπή του -η- σε -ου- (πρβλ. ζηλεύω: ζουλεύω, σηπία: σουπιά)].