σποδώ

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

-έω, Α
1. κοπανίζω, συντρίβω (α. «τί δ', ἢν σποδῶ τοῑς κονδύλοις, τί μ' ἐργάσει τὸ δεινόν;» Αριστοφ.
β. «συντρίψω γὰρ αὐτοῡ τὰς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν», Κρατίν.)
2. μτφ. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι παράνομα («οἰμώζων ἄρα νὴ Δία σποδήσεις», Αριστοφ.)
3. παθ. σποδοῡμαι, -έομαι
(για στρατό) βρίσκομαι σε κακή κατάσταση, διαλύομαι («στρατοῡ καμόντος και κατεσποδημένου», Αισχύλ.)
4. τρώω με λαιμαργία, καταβροχθίζω
5. (κατά τον Ησύχ.) «σποδέοντο
ἐμάχοντο, ἐτύπτοντο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη». Οι σημασίες του ρ. «χτυπώ, συνουσιάζομαι» και «τρώω, καταβροχθίζω» είναι μτφ. χρήσεις της αρχικής σημ. «συντρίβω, μετατρέπω σε στάχτη»].