σταίς

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206

German (Pape)

[Seite 928] od. σταῖς, τό, gen. σταιτός, att. στᾴς, Weizenmehl mit Wasser zum Teige eingerührt; Her. 2, 36, Arist. probl. 21, 9 u. A., vgl. Lob. parall. p. 89.

French (Bailly abrégé)

c. σταῖς.

Greek Monolingual

και σταῖς, -αιτός και στάς, -ατός, τὸ, Α
1. ζυμάρι από αλεύρι ποικιλίας σιταριού (α. «στὰς ἄνευ τοῡ ι ὁ Ἀττικὸς λέγει
ὁ δὲ Ἴν σταῑς», Φώτ.
β. «ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῑς αὐτών πρὸ τοῡ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα», ΠΔ
γ. «φυρῶσι μὲν τὸ σταῑς τοῑσι ποσί», Ηρόδ.)
2. κάθε ζυμάρι
3. στέαρ, ξίγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με τα συνώνυμα: αρχ. σλαβ. těsto, αρχ. ιρλδ. tāis, γαλατ. toes. To αρκτικό σ- του ελλ. τ. αν δεν είναι προθετικό, πιθ. να οφείλεται σε επίδραση του συνωνύμου στέαρ.