στενολέσχης

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενολέσχης Medium diacritics: στενολέσχης Low diacritics: στενολέσχης Capitals: ΣΤΕΝΟΛΕΣΧΗΣ
Transliteration A: stenoléschēs Transliteration B: stenoleschēs Transliteration C: stenoleschis Beta Code: stenole/sxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one that talks subtly, quibbler, Suid.

German (Pape)

[Seite 935] ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, λεπτολόγος Suid.

Greek (Liddell-Scott)

στενολέσχης: -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν μετὰ πανουργίας, σοφιστευόμενος, μικρολόγος, λεπτολόγος, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui discute sur des riens SUID.
Étymologie: στενός, λέσχη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που μιλά για κάτι με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές
2. ολιγόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. πλατυ-λέσχης.