στίλβων

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίλβων Medium diacritics: στίλβων Low diacritics: στίλβων Capitals: ΣΤΙΛΒΩΝ
Transliteration A: stílbōn Transliteration B: stilbōn Transliteration C: stilvon Beta Code: sti/lbwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, name of the planet Mercury, Arist.Mu. 392a26, Eudox.Ars5.10, Cic.ND2.20.53; gen. -ωνος (

   A v.l. -οντος) Plu.2.430a; acc. -ωνα Placit.2.15.4 (στίλβοντα codd.Plu.2.889b), 2.16.7.

German (Pape)

[Seite 943] οντος, ὁ, der Glänzende, gew. der Planet Merkur, Arist. de mund. 2, 8, vgl. Cic. de Nat. D. 2, 20; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

στίλβων: -οντος, ὁ, ὁ λαμπρός, ὁ λάμπων, ὁ ἀκτινοβόλος, ὄνομα τοῦ πλανήτου Ἑρμοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 9, Πλούτ. 2. 430Α, καὶ (κατ’ αἰτ. στίλβωνα) 1029Β, Κικ. Nat. D. 2. 20. II. ἴδε στίλπων.

French (Bailly abrégé)

οντος ou ωνος (ὁ) :
litt. « le brillant », Mercure, ou sel. d’autres, Vénus, planètes.
Étymologie: στίλβω.

Greek Monolingual

-οντος και -ωνος και στίλπων, -ωνος, ὁ, Α
(για τον πλανήτη Ερμή) λαμπρός, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω / στιλπνός + επίθημα -ων (πρβλ. στίγ-ων)].