στιγμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A pricking, A.Supp. 839 (lyr., pl.); στιγμόν,= distinctum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 943] ὁ, das Stechen, καὶ τιλμοί Aesch. Suppl. 819.
Greek (Liddell-Scott)
στιγμός: -οῦ, ὁ, κέντημα, κέντησις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 839.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
piqûre.
Étymologie: στίζω.