στρατολόγος
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
German (Pape)
[Seite 952] ein Heer sammelnd, zusammenziehend, Soldaten zum Kriegsdienste werbend (?).
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
αξιωματικός ή υπάλληλος ασχολούμενος με τη στρατολογία, με τη συγκέντρωση και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό
νεοελλ.
μτφ. άτομο που ασχολείται με την προσέλκυση συνεργατών ή οπαδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -λόγος].