συγκοιμίζω

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοιμίζω Medium diacritics: συγκοιμίζω Low diacritics: συγκοιμίζω Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΙΖΩ
Transliteration A: synkoimízō Transliteration B: synkoimizō Transliteration C: sygkoimizo Beta Code: sugkoimi/zw

English (LSJ)

   A put to bed together, join in wedlock, τινά τινι Ar.Av.1734.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοιμίζω: κοιμίζω ὁμοῦ, συνδέω διὰ γάμου, νυμφεύω, τινά τινι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1734.

French (Bailly abrégé)

faire coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κοιμίζω.

Greek Monolingual

Α
ενώνω κάποιον με τα δεσμά του γάμου, νυμφεύω, παντρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοιμίζω «βάζω κάποιον να πλαγιάσει, να κοιμηθεί»].