συμπάθιο

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source

Greek Monolingual

και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν
1. συγγνώμη, συγχώρησησυμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «με το συμπάθιο» — με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη
3. παροιμ. φρ. «απ' τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» — λέγεται για όσους φέρονται με αδιακρισία και αρκούνται στο να ζητούν κάθε φορά συγγνώμη για τα προβλήματα ή τις δυσάρεστες καταστάσεις που προκαλούν στους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < συμπαθώ / συμπάθεια (πρβλ. συνηθώ: συνήθιο)].