συνανακύπτω

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανακύπτω Medium diacritics: συνανακύπτω Low diacritics: συνανακύπτω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΚΥΠΤΩ
Transliteration A: synanakýptō Transliteration B: synanakyptō Transliteration C: synanakypto Beta Code: sunanaku/ptw

English (LSJ)

   A raise up the head along with, Them.Or.18.223c.

German (Pape)

[Seite 999] mit aufducken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνανακύπτω: ἀνακύπτω ὁμοῦ μετά τινος, τῇ τῆς ψυχῆς φιλεργίᾳ καὶ τὸ σῶμα συνανηβᾷ καὶ συνανακύπτει Θεμίστ. 223C.

Greek Monolingual

ΜΑ
σηκώνω το κεφάλι μου μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνακύπτω «σηκώνω το κεφάλι»].