συγκατασπείρω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατασπείρω Medium diacritics: συγκατασπείρω Low diacritics: συγκατασπείρω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: synkataspeírō Transliteration B: synkataspeirō Transliteration C: sygkataspeiro Beta Code: sugkataspei/rw

English (LSJ)

   A sow or plant together, Gal.19.168, Eun.Hist.p.251 D.:—Pass., Hld.3.12.

German (Pape)

[Seite 966] mit, zugleich, zusammen ausstreuen, säen, Heliod. 3, 12.

Greek Monolingual

Α κατασπείρω
1. διασκορπίζω ή σπέρνω μαζί ή συγχρόνως
2. μτφ. προκαλώ, δημιουργώ.

Greek Monolingual

Α κατασπείρω
1. διασκορπίζω ή σπέρνω μαζί ή συγχρόνως
2. μτφ. προκαλώ, δημιουργώ.