συγκρότηση
Greek Monolingual
η / συγκρότησις, -ήσεως, ΝΜΑ συγκροτῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκροτώ, η συνένωση σε ένα αρμονικό σύνολο, σύσταση, σχηματισμός («επιβάλλεται η συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής»)
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι συγκροτήσεις
φυσ. οι παλμοί που προκύπτουν από τον συνδυασμό δύο ταλαντώσεων ή κυμάτων με συχνότητες ελάχιστα διαφορετικές μεταξύ τους
2. φρ. α) «συγκρότηση συλλαλητηρίου [ή συνεδριάσεως ή συνέλευσης]» — σύνοδος προσώπων σε συλλαλητήριο [[[συνεδρίαση]] ή συνέλευση]
β) «συγκρότηση σε σώμα»
(για αιρετό όργανο) σύνοδος σε πρώτη συνεδρίαση και ανάδειξη, βάσει τών νόμιμων διατάξεων και του κανονισμού ή του καταστατικού, της διοίκησης, καθώς και κατανομής αρμοδιοτήτων τών μελών της
αρχ.
επιδοκιμασία, έγκριση ή ενθάρρυνση, υποστήριξη.
Greek Monolingual
η / συγκρότησις, -ήσεως, ΝΜΑ συγκροτῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκροτώ, η συνένωση σε ένα αρμονικό σύνολο, σύσταση, σχηματισμός («επιβάλλεται η συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής»)
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι συγκροτήσεις
φυσ. οι παλμοί που προκύπτουν από τον συνδυασμό δύο ταλαντώσεων ή κυμάτων με συχνότητες ελάχιστα διαφορετικές μεταξύ τους
2. φρ. α) «συγκρότηση συλλαλητηρίου [ή συνεδριάσεως ή συνέλευσης]» — σύνοδος προσώπων σε συλλαλητήριο [[[συνεδρίαση]] ή συνέλευση]
β) «συγκρότηση σε σώμα»
(για αιρετό όργανο) σύνοδος σε πρώτη συνεδρίαση και ανάδειξη, βάσει τών νόμιμων διατάξεων και του κανονισμού ή του καταστατικού, της διοίκησης, καθώς και κατανομής αρμοδιοτήτων τών μελών της
αρχ.
επιδοκιμασία, έγκριση ή ενθάρρυνση, υποστήριξη.