σύδην

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύδην Medium diacritics: σύδην Low diacritics: σύδην Capitals: ΣΥΔΗΝ
Transliteration A: sýdēn Transliteration B: sydēn Transliteration C: sydin Beta Code: su/dhn

English (LSJ)

[ῠ], Adv., (σεύω)

   A impetuously, hurriedly, ς . . . αἴρονται φυγήν A.Pers.480.

German (Pape)

[Seite 972] (σεύω) adv., mit Ungestüm, heftig, σύδην κατ' οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν, Aesch. Pers. 492.

Greek (Liddell-Scott)

σύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (σεύω) ταχέως καὶ ὁρμητικῶς, μετὰ σπουδῆς, σ. αἴρεσθαι φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 480.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec impétuosité.
Étymologie: σεύω, -δην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην), βλ. και λ. πανσυδί.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην), βλ. και λ. πανσυδί.