συκόβιος

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκόβῐος Medium diacritics: συκόβιος Low diacritics: συκόβιος Capitals: ΣΥΚΟΒΙΟΣ
Transliteration A: sykóbios Transliteration B: sykobios Transliteration C: sykovios Beta Code: suko/bios

English (LSJ)

ον,

   A living on figs: living by slander (cf. συκοφάντης), Sch.Ar.Pl.874, EM733.56.

German (Pape)

[Seite 973] von Feigen lebend, auch, wie der Sykophant, von Verleumdungen lebend, Schol. Ar. Plut. 874.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ σύκων, δηλ. διὰ τῆς συκοφαντίας, «συκασταὶ τοὺς φιλεγκλήμονας ἔλεγον καὶ συκοβίους καὶ συκωροὺς κτλ.» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 873, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρβλ. συκολόγος.

Greek Monolingual

-ον, Α
μτφ. αυτός που ζει με σύκα, δηλαδή με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -βιος (< βίος), πρβλ. ημερό-βιος. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης.

Greek Monolingual

-ον, Α
μτφ. αυτός που ζει με σύκα, δηλαδή με συκοφαντίες, διαβάλλοντας τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -βιος (< βίος), πρβλ. ημερό-βιος. Για τη σημ. πρβλ. συκοφάντης.