συμπάθιο
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
Greek Monolingual
και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν
1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «με το συμπάθιο» — με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη
3. παροιμ. φρ. «απ' τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» — λέγεται για όσους φέρονται με αδιακρισία και αρκούνται στο να ζητούν κάθε φορά συγγνώμη για τα προβλήματα ή τις δυσάρεστες καταστάσεις που προκαλούν στους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < συμπαθώ / συμπάθεια (πρβλ. συνηθώ: συνήθιο)].
Greek Monolingual
και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν
1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «με το συμπάθιο» — με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη
3. παροιμ. φρ. «απ' τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» — λέγεται για όσους φέρονται με αδιακρισία και αρκούνται στο να ζητούν κάθε φορά συγγνώμη για τα προβλήματα ή τις δυσάρεστες καταστάσεις που προκαλούν στους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < συμπαθώ / συμπάθεια (πρβλ. συνηθώ: συνήθιο)].