συνάθροισμα
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
English (LSJ)
ατος, τό,
A assemblage, Apollon.Lex. s.v. ἀγορά.
German (Pape)
[Seite 997] τό, das Gesammelte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνάθροισμα: τό, συνάθροισις, Ἀπολλ. Λεξικ. Ὁμηρ. ἐν λ. ἀγορά· συνάθροισμα τῶν Ἰουδαίων, συνέλευσις, συμβούλιον, Ἀθαν. τ. 2, σ. 224Β.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συναθροίζω
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. συνέλευση («τὸ ἄδικον τοῡ παρανόμου συναθροίσματος τῶν Ἰουδαίων», Αθανάσ.).