συνεντείνω
English (LSJ)
A put on the stretch together, τὸ πνεῦμα Sor.1.70b; τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῦς Gal.6.173:—Med., exert oneself also, -ομένης ἅμα τῆς κυούσης Sor. 1.73:—Pass., to be on the stretch together, ψυχὴ σ. σώματι Muson. Fr.11p.58H., cf. Stoic.2.234, Gal.6.177, v.l. for συνεκ- in Placit.4.13.11.
Greek (Liddell-Scott)
συνεντείνω: ἐντείνω ὁμοῦ, παραινετέον αὐταῖς συνεντείνειν τὸ πνεῦμα Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθῶν 88 ἐν τέλει, ἔκδ. Dietz. ― Παθ., ὁμοῦ ἐκτείνομαι, τὴν ψυχὴν συνεντεινομένην τῷ σώματι Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 370. 34.
French (Bailly abrégé)
tendre en même temps, tenir également tendu.
Étymologie: σύν, ἐντείνω.
Greek Monolingual
Α
1. τεντώνω μαζί («συνεντείνειν τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῡς», Γαλ.)
2. μτφ. προσδίδω μεγαλύτερη ένταση σε κάτι («ψυχὴ συνεντείνεται σώματι», Μουσών.).
Greek Monolingual
Α
1. τεντώνω μαζί («συνεντείνειν τοὺς κατ' ἐπιγάστριον μῡς», Γαλ.)
2. μτφ. προσδίδω μεγαλύτερη ένταση σε κάτι («ψυχὴ συνεντείνεται σώματι», Μουσών.).