υπασπιστής

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528

Greek Monolingual

ο / ὑπασπιστής, ΝΜΑ, θηλ. υπασπίστρια Ν
νεοελλ.
1. αξιωματικός τοποθετημένος ως έμπιστος ακόλουθος και γραμματέας ανώτερου στρατιωτικού διοικητή, ιδίως αρχηγού επιτελείου
2. ανώτερος αξιωματικός που συνοδεύει τιμητικά τον αρχηγό του κράτους («υπασπιστής του Προέδρου της Δημοκρατίας»)
μσν.-αρχ.
μτφ. υπερασπιστής, υποστηρικτής («τῶν διεστραμμένων δογμάτων ὑπασπισταί», Κύριλλ.)
αρχ.
1. οπλίτης που έφερε την ασπίδα, ασπιδοφόρος σωματοφύλακας και ακόλουθος αξιωματούχου ή ηγεμόνα («τίς ὑπασπιστῶν ἄγρυπνος βασιλέως», Ευρ.)
2. (γενικά) βοηθός, προστάτης
3. στον πληθ. οἱ ὑπασπισταί
εκλεκτό σώμα του μακεδονικού στρατού στο οποίο ανήκαν οι πεζοί σωματοφύλακες, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι επειδή έφεραν ασπίδες («τῶν δὲ πεζῶν πρώτους μὲν ἔταξε τοὺς ὑπασπιστάς», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπασπίζω. Το θηλ. ὑπασπίστρια μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].