τσόχα
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
η, Ν
1. είδος μάλλινου υφάσματος
2. μτφ. α) (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης («σού είναι μια τσόχα»)
β) η χαρτοπαιξία
3. φρ. α) «ούτε την τσόχα θα χάσω ούτε τα ραφτικά» — δεν έχω να χάσω τίποτε
β) «τί πληρώνει; την τσόχα ή τα ραφτικά;» — λέγεται όταν κάποιος αποκτά κάτι αβασάνιστα, χωρίς κόπους
γ) «τον έφαγε η τσόχα» — λέγεται για κάποιον που έχει καταστραφεί από το πάθος του για χαρτοπαιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuha].