φύσιγγα
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Greek Monolingual
η / φῡσιγξ, -ιγγος, ΝΑ
νεοελλ.
(φαρμ.) σωληνίσκος με τοίχωμα από λεπτό γυαλί, που λεπτύνεται στα δύο άκρα και προορίζεται για την υποδοχή και συντήρηση φαρμάκου υπό μορφή διαλύματος ή σκόνης, για παρεντερική συνήθως χρήση
αρχ.
1. κύστη στο δέρμα ή σε σημείο του σώματος
2. ο βολβός του σκόρδου και άλλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -ιγξ (πρβλ. σῦρ-ιγξ, φόρμ-ιγξ)].