Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τάρφος

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάρφος Medium diacritics: τάρφος Low diacritics: τάρφος Capitals: ΤΑΡΦΟΣ
Transliteration A: tárphos Transliteration B: tarphos Transliteration C: tarfos Beta Code: ta/rfos

English (LSJ)

εος, τό,

   A thicket, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555; βαθέης ἐν τ. ὕλης 15.606; μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα A.R.4.1238. (From τρέφω thicken.)

German (Pape)

[Seite 1072] τό (mit τρέφω, dicht machen, zusammenhangend), die Dichtigkeit, τάρφεα ὕλης, die Dickichte des Waldes, Il. 5, 555. 15, 606.

Greek (Liddell-Scott)

τάρφος: -εος, ὁ, πύκνωμα, πυκνὸν φύλλωμα, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Ἰλ. Ε. 555 βαθέης ἐνὶ τ. ὑ. Ο. 606· τάρφεα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1238. (Ἐκ τοῦ τρεφέω, πυκνὸν ποιῶ).

English (Autenrieth)

εος (τρέφω): thicket, only dat. pl., ἐν τάρφεσιν ὕλης, Il. 5.555 and Il. 15.606.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. τάρφος, που μαρτυρείται στον πληθ. τάρφεα, τάρφεσι, όσο και το επίθ. ταρφύς (πρβλ. κρατύς: κράτος, ταχύς: τάχος) είναι αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταρφ- του τρέφω. Παράλληλα με το επίθ. ταρφύς μαρτυρείται ο πληθ. θηλυκού ταρφειαί (πρβλ. θαμειαί, πυκιναί), από όπου το επίθ. ταρφειός].