φουρκίζω

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

ΝΜ, και φουλκίζω Μ [[[φούρκα]] (Ι)]
απαγχονίζω («κι ο κύρης τση σαν πίβουλη βάνει να μέ φουρκίσῃ», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. στερεώνω με φούρκα, με διχάλαφουρκίζω τα κλαδιά του δέντρου»)
2. μτφ. εξοργίζω, πεισμώνω κάποιον («τον φούρκισε με τα λόγια του»)
3. μέσ. φουρκίζομαι
μέ πιάνει φούρκα, εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ.