συνομολογώ
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
συνομολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α ὁμολογῶ
έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον, συνάπτω συμφωνία, συνάπτω συνθήκη
μσν.-αρχ.
(για συνομιλητές) αναγνωρίζω, παραδέχομαι και εγώ κάτι («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῡμεν πάντα εἶναι ταῡτα καλά», Μηναί.)
αρχ.
1. συμφωνώ με κάποιον
2. υπόσχομαι («συνωμολόγησας δασμὸν οἴσειν», Ξεν.)
3. μέσ. συνομολογοῦμαι, -έομαι- συσχετίζομαι.