Σφίγγα

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source

Greek Monolingual

η / Σφίγξ, -ιγγός, ΝΜΑ, και Σφίξ, -ικός, και βοιωτ. τ. Φῑξ, φικός, Α
1. μυθολογικό τέρας τών αρχαίων Ελλήνων και τών Αιγυπτίων το οποίο παριστάνεται συνήθως με πρόσωπο και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού
2. ομοίωμα ή παράσταση αυτού του τέρατος
3. (ως προσηγορικό) (για πρόσ.) αυτός που μιλά με αινιγματικό τρόπο, αυτός που αποκρύπτει τη σκέψη του, κρυψίνους
αρχ.
(ως προσηγορικό)
1. (για πρόσ.) άρπαγας, άπληστος
2. πόρνη
3. είδος πιθήκου της Αιθιοπίας («σφίγγες καὶ κυνοκέφαλοι», Αρτεμίδ. Ταρσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. Σφίγξ, -ιγγός έχει συνδεθεί μάλλον παρετυμολογικά με το ρ. σφίγγω, λόγω της φωνολογικής ομοιότητας τών τ. Πιθανότερο, ωστόσο, είναι ότι πρόκειται για δάνεια λ., αιγυπτιακής προέλευσης, αρχικός τ. της οποίας θα πρέπει να θεωρηθεί ο Σφίξ, -ικός ή ο Φῖξ, -ικός (πρβλ. Φίκιον όρος)].