συσσεύω

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσεύω Medium diacritics: συσσεύω Low diacritics: συσσεύω Capitals: ΣΥΣΣΕΥΩ
Transliteration A: sysseúō Transliteration B: sysseuō Transliteration C: sysseyo Beta Code: susseu/w

English (LSJ)

   A urge on together, βοῶν κάρηνα h.Merc.94; συνεσσεύοντο Ποιναί Orph.A.982.

Greek (Liddell-Scott)

συσσεύω: ὁμοῦ θέτω εἰς κίνησιν, ὁμοῦ ἐπισπεύδω, βοῶν κάρηνα Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 94· συνεσσεύοντο Ποιναὶ Ὀρφ. Ἀργ. 980.

French (Bailly abrégé)

pousser ensemble ou en même temps;
Moy. συσσεύομαι s’élancer ensemble.
Étymologie: σύν, σεύω.

Greek Monolingual

Α
θέτω μαζί σε κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, διώχνω»].