φίλοιστρος

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοιστρος Medium diacritics: φίλοιστρος Low diacritics: φίλοιστρος Capitals: ΦΙΛΟΙΣΤΡΟΣ
Transliteration A: phíloistros Transliteration B: philoistros Transliteration C: filoistros Beta Code: fi/loistros

English (LSJ)

ον,

   A loving frenzy, ib.27.13.    II loving to inspire with frenzy, ib.32.9.

German (Pape)

[Seite 1280] Wuth, Raserei liebend, bes. die wilde Begeisterung bei den Festen des Bacchus und der Kybele liebend, Orph. H. 26, 13.

Greek (Liddell-Scott)

φίλοιστρος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν οἶστρον, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 13, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία
2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς του Βάκχου και της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἶστρος «μανία, τρέλα, παραφροσύνη» (πρβλ. πάρ-οιστρος)].