συνοδεία

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

η, ΝΑ συνοδεύω
νεοελλ.
1. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύει κάποιον, που μετακινείται μαζί του τιμητικά ή για την ασφάλεια του ή για να εμποδίσει την απόδραση του (α. «η συνοδεία του Πατριάρχη» β. «η συνοδεία του πρωθυπουργού» γ. «μεταφέρθηκε στο δικαστήριο με ισχυρή συνοδεία αστυνομικών»)
2. μουσ. δευτερεύον τμήμα μιας μουσικής σύνθεσης σχεδιασμένο για να υποστηρίξει ή να αναδείξει το κύριο μέρος της («ρεσιτάλ σοπράνο με συνοδεία πιάνου»)
3. φρ. α) «συνοδεία πλοίων» — νηοπομπή
β) «συνοδεία οχημάτων», εφοδιοπομπή
αρχ.
συνοδοιπορία.