υποδιοικητής

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

ο / ὑποδιοικητής, ΝΑ διοικητής
άτομο που σε μια ιεραρχία κατέχει θέση αμέσως κατώτερη από του διοικητή
νεοελλ.
1. ο προϊστάμενος υποδιοίκησης·2. στρ. αξιωματικός στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας, αμέσως κατώτερος από τον διοικητή.