υποστηρίζω
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Greek Monolingual
ὑποστηρίζω ΝΜΑ στηρίζω
1. στηρίζω αποκάτω
2. μτφ. βοηθώ, ενισχύω, υπερασπίζω (α. «όλοι οι φίλοι του τὸν υποστήριξαν» β. «ὑποστηρίζει δὲ τοὺς δικαίους ὁ Κύριος», Ψαλμ.)
νεοελλ.
ισχυρίζομαι επίμονα, διατείνομαι («υποστηρίζει ότι δεν έφταιγε αυτός»).