τρισάλυπος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A quite harmless, Thphr.HP2.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάλῡπος: -ον, ὅλως ἀβλαβής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
τελείως αβλαβής («ἐᾱν τις τοὺς ὀρόβους ἐαρινοὺς σπείρῃ, τρισάλυποι γίνονται», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄλυπος «αυτός που δεν προξενεί λύπη»].