σχάση

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

Greek Monolingual

η / σχάσις, -εως, ΝΜΑ σχάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σχάζω, διάνοιξη, τομή σε δύο κυρίως μέρη
νεοελλ.
1. ιατρ. η με μαχαιρίδιο διάνοιξη πληγής ή φυσικής οπής για θεραπευτικό σκοπό
2. βιολ. γενική διαδικασία της οργανικής αναπαραγωγής, κυτταρική διαίρεση
3. φρ. «πυρηνική σχάση» — βλ. πυρηνικός
αρχ.
1. εγχάραξη, κυρίως στον φλοιό δένδρου
2. διάνοιξη φλέβας, φλεβοτομία
3. (για μηχανή) χαλάρωση λειτουργίας.