πυρηνικός

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν πυρήνας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου
2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα»
(πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών οποίων δραστικά συστατικά είναι σχάσιμα ισότοπα του ουρανίου
β) «πυρηνικά όπλα» — βλ. όπλο
γ) «πυρηνικά απόβλητα»
(πυρην.) υγρά, στερεά ή αέρια απόβλητα που προκύπτουν κατά την εξόρυξη ραδιενεργών ορυκτών, την παραγωγή καύσιμου υλικού για πυρηνικούς αντιδραστήρες, τη λειτουργία πυρηνικών αντιδραστήρων, την επεξεργασία τών υλικών για την κατασκευή πυρηνικών όπλων καθώς και ακτινοβολημένου καύσιμου υλικού αντιδραστήρων, και, τέλος, από τη χρήση ραδιενεργών υλικών στην έρευνα, στη βιομηχανία και στην ιατρική, αλλ. ραδιενεργά απόβλητα
δ) «πυρηνικά οξέα»
(βιολ.-βιοχ.) χημικές ενώσεις που αποτελούν το γενετικό υλικό τών οργανισμών, κατευθύνουν την πρωτεϊνική σύνθεση ρυθμίζοντας έμμεσα όλες τις κυτταρικές δραστηριότητες
ε) «πυρηνικά πρότυπα»
(πυρην.) θεωρίες με βάση τις οποίες επιχειρείται η περιγραφή της δομής του πυρήνα του ατόμου και οι οποίες περιλαμβάνουν υποθέσεις, πειραματικά δεδομένα και συμπεράσματα που διατυπώνονται κυρίως με τη βοήθεια μαθηματικών σχέσεων και έτσι παρέχουν, κατά περισσότερο ή λιγότερο ικανοποιητικό τρόπο, μια συνολική εικόνα της δομής και της λειτουργίας τών ατομικών πυρήνων συσχετίζοντας σημαντικό πλήθος διαθέσιμων πληροφοριών, ενώ συγχρόνως επιχειρούν και ορισμένες προβλέψεις σχετικά με τις ιδιότητές τους
στ) «πυρηνικές επιστήμες»
(πυρην.) τομέας τών φυσικών πιστημών που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και την εφαρμογή τών φαινομένων που συνδέονται με τον ατομικό πυρήνα και περιλαμβάνει την πυρηνική φυσική, την πυρηνική χημεία και την πυρηνική τεχνολογία
ζ) «πυρηνική ακτινοβολία»
(πυρην.) συνοπτική ονομασία τών ακτινοβολιών, ηλεκτρομαγνητικής ή σωματιδιακής φύσης, δηλαδή ακτινοβολιών άλφα, βήτα, γάμμα, νετρονίων κ.ά., που εκπέμπονται κατά τη διάρκεια πυρηνικών φαινομένων, όπως είναι λ.χ. η ραδιενεργός διάπλαση τών ασταθών ατομικών πυρήνων και οι πυρηνικές αντιδράσεις
η) «πυρηνική αντίδραση»
(πυρην.) πυρηνικό φαινόμενο το οποίο συνίσταται στην αλληλεπίδραση δύο ατομικών πυρήνων ή, συνηθέστερα, ενός ατομικού πυρήνα και ενός σωματιδίου και είναι δυνατόν να έχει ως αποτέλεσμα από την απλή μεταβολή της κίνησης και της ενεργειακής τους κατάστασης μέχρι και τη μεταβολή της φύσης τους, δηλ. την ανταλλαγή νουκλεονίων μεταξύ τους
θ) «πυρηνική δύναμη»
i) φυσ. δύναμη που ανήκει στην κατηγορία τών ισχυρών αλληλεπιδράσεων στην οποία οφείλεται η συνοχή τών ατομικών πυρήνων
ii) (πολ.) κράτος που κατέχει πυρηνικά όπλα
ι) «πυρηνική έκρηξη»
(πυρην.) έκρηξη που αντιστοιχεί στην απελευθέρωση, μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας οι οποίες προέρχονται από την ανεξέλεγκτη πραγματοποίηση μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, σχάσης ή σύνελξης, και η οποία διαφέρει από μια χημική έκρηξη, κυρίως, ως προς την τάξη μεγέθους της ενέργειας που απελευθερώνεται στην κάθε περίπτωση ανά μονάδα μάζας ή όγκου εκρηκτικού υλικού
ια) «πυρηνική ενέργεια»
(πυρην.) ενέργεια που απελευθερώνεται σε σημαντικές εν γένει ποσότητες κατά τη διάρκεια φαινομένων που συνδέονται άμεσα με τους ατομικούς πυρήνες, όπως είναι οι πυρηνικές αντιδράσεις ή οι μεταπτώσεις τών πυρήνων από ορισμένη ενεργειακή στάθμη σε άλλη στάθμη χαμηλότερης ενέργειας
ιβ) «πυρηνικός αντιδραστήρας»
τεχνολ. ειδική κατασκευή που επιτρέπει την αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας που απελευθερώνεται μέσω μιας ελεγχόμενης και αυτοσυντηρούμενης διεργασίας πυρηνικής σχάσης ή πυρηνικής σύντηξης (α. «πυρηνικός αντιδραστήρας σχάσης» — αντιδραστήρας στον οποίο η ενέργεια που απελευθερώνεται με αλυσιδωτή ελεγχόμενη διεργασία πυρηνικής σχάσης μετατρέπεται τελικά σε ηλεκτρική ενέργεια και είναι ο κύριος τύπος όλων των αντιδραστήρων που είναι εγκαταστημένοι σήμερα στον κόσμο
β. «αντιδραστήρας σύντηξης» ή «θερμοπυρηνικός αντιδραστήρας»
[τεχνολ.] αντιδραστήρας που βρίσκεται ακόμη σε πειραματικό στάδιο και ο οποίος όταν τεθεί σε λειτουργία με οικονομικά συμφέροντες όρους, κατά το ήμισυ του επόμενου αιώνα, θα παρέχει ενέργεια που θα απελευθερώνεται από ελεγχόμενη διεργασία σύντηξης βαρύτερων πυρήνων από ελαφρότερους πυρήνες)
ιγ) «πυρηνική στήλη»
(πυρην.) μικρού μεγέθους πυρηνικός αντιδραστήρας, πολύ χαμηλής ισχύος, που χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση εργαστηριακών μετρήσεων και πειραμάτων
ιδ) «πυρηνική σύντηξη»
(πυρην.) πυρηνική διεργασία η οποία περιλαμβάνει μια σειρά πυρηνικών αντιδράσεων μεταξύ ατομικών πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων που οδηγούν στον σχηματισμό πυρήνων βαρύτερων στοιχείων
ιε) «πυρηνική σχάση»
(πυρην.) είδος πυρηνικής αντίδρασης η οποία συνίσταται στη διάσπαση ενός βαρέος ατομικού πυρήνα λ.χ. ουρανίου ή πλουτωνίου σε δύο εν γένει ελαφρότερους πυρήνες, θραύσματα, με χονδρικά παραπλήσιες μάζες και με ταυτόχρονη έκλυση μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας
ιστ) «πυρηνική τεχνολογία»
(πυρην.) εφαρμοσμένος κλάδος τών πυρηνικών επιστημών που έχει ως αντικείμενο την παραγωγή και τις εφαρμογές της πυρηνικής ενέργειας
ιζ) «πυρηνική φυσική»
(πυρην.) κλάδος τών πυρηνικών επιστημών που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη του ατομικού πυρήνα ως φυσικού συστήματος, καθώς και τών φυσικών φαινομένων που συνδέονται με αυτόν
ιη) «πυρηνική χημεία»
(πυρην.) κλάδος τών πυρηνικών επιστήμων που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών χημικών φαινομένων που συνδέονται με τον ατομικό πυρήνα
ιθ) «πυρηνικό ρολόι»
(φυσ.-πυρην.) ορισμένη πρότυπη συχνότητα, κατάλληλη για την εξαιρετικά ακριβή μέτρηση του χρόνου, η οποία όμως δεν θεωρείται σκόπιμο να χρησιμοποιείται σε κοινές εφαρμογές
κ) «πυρηνικός μαγνητικός συντονισμός»
φυσ. φαινόμενο συντονισμού που παρατηρείται όταν οι πυρήνες ατόμων ανταποκρίνονται στην επίδραση ορισμένων μαγνητικών πεδίων με την απορρόφηση ή την εκπομπή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας
κα) «πυρηνικός χειμώνας»
(πυρην.-μετεωρ.) η εκτεταμένη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος που, σύμφωνα με τη γνώμη ορισμένων επιστημόνων, πιθανότατα θα επέλθει μετά από τις εκατοντάδες πυρηνικές εκρήξεις οι οποίες αναπόφευκτα θα συμβούν κατά τη διάρκεια ενός πυρηνικού πολέμου
κβ) «πυρηνικός πόλεμος» — ο πόλεμος που διεξάγεται με πυρηνικά όπλα
κγ) «πυρηνικός φάκελος» ή «πυρηνική μεμβράνη»
βιολ. πορώδης δομή η οποία διαχωρίζει το πυρηνικό υλικό από το κυτταρόπλασμα ενός κυττάρου, κδ) «πυρηνικός χυμός» — άχρωμο υγρό, πιο ιζώδες από το κυτταρόπλασμα, που συνιστά το ομογενές υπόστρωμα του πυρήνα, αλλ. πυρηνόπλασμα
κε) «πυρηνικός ίκτερος»
ιατρ. σοβαρή επιπλοκή της αιμολυτικής αναιμίας κατά την οποία η χολερυθρίνη, ένα ερυθρό προϊόν διάσπασης της αιμοσφαιρίνης, που παράγεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια, διαποτίζει τα εγκεφαλικά κύτταρα
κστ) «πυρηνική οικογένεια»
(ανθρωπολ.-κοινων.) τύπος κοινωνικής οργάνωσης που απαντά σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες, ιδιαίτερα όμως από κοινωνιολογική άποψη χαρακτηρίζει τις σύγχρονες αστεακές-βιομηχανικές κοινωνίες, περίπτωση στην οποία η πυρηνική οικογένεια αποτελείται από τον σύζυγο, τη σύζυγο και τα τέκνα τους που είναι ανήλικα, άγαμα και συνεχίζουν σπουδές μέχρι το 25ο έτος της ηλικίας, καθώς και τα ανάπηρα παιδιά που είναι εξαρτημένα από τους γονείς
κζ) «Δίκαιο πυρηνικής ενέργειας»
(νομ.) το σύνολο τών νομικών διατάξεων που αφορούν τις προϋποθέσεις παραγωγής, χρήσης και διασποράς της πυρηνικής ενέργειας.