τανύγλωσσος
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
English (LSJ)
ον,
A long-tongued, chattering, κορῶναι Od.5.66.
German (Pape)
[Seite 1067] mit langer oder ausgestreckter Zunge, κορῶναι, Od. 5, 66.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύγλωσσος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰν γλῶσσαν, λάλος, κορῶναι Ὀδ. Ε. 66.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la langue allongée.
Étymologie: τανύω, γλῶσσα.
English (Autenrieth)
slender-tongued, long-tongued, Od. 5.66†.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει τεντωμένη και μακριά γλώσσα
2. φλύαρος, λάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς βλ. λ. τείνω) + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πολύ-γλωσσος. Για το θ. του α' συνθετικού βλ. λ. τάνυμαι.