τρυσάνωρ

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡσάνωρ Medium diacritics: τρυσάνωρ Low diacritics: τρυσάνωρ Capitals: ΤΡΥΣΑΝΩΡ
Transliteration A: trysánōr Transliteration B: trysanōr Transliteration C: trysanor Beta Code: trusa/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω)

   A of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l’homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< τρυσι- (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ-άνωρ].