τρίφυλος

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίφῡλος Medium diacritics: τρίφυλος Low diacritics: τρίφυλος Capitals: ΤΡΙΦΥΛΟΣ
Transliteration A: tríphylos Transliteration B: triphylos Transliteration C: trifylos Beta Code: tri/fulos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A of three tribes, πόλις D.H.4.14; τριφύλους ποιῆσαί τινας divide them into three tribes, Hdt.4.161.

German (Pape)

[Seite 1149] von drei Zünften, Stämmen, aus so vielen bestehend; τριφύλους ποιεῖν, in drei φυλαί theilen, Her. 4, 161; D. Hal. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφῡλος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν φυλῶν, πόλις Διον. Ἁλ. 4. 14· τριφύλους ποιέειν τινάς, διαιρεῖν αὐτοὺς εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 4. 161.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose de trois tribus.
Étymologie: τρεῖς, φυλή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλό-φυλος].