φαβώδη

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. μια από τις τρεις μεγαλύτερες τάξεις τών αγγειόσπερμων φυτών, γνωστή και ως λεγκουμινώδη ή χεδρωπά, η οποία περιλαμβάνει μερικά από τα γνωστότερα εδώδιμα φυτά, όπως είναι η φασολιά, η φιστικιά και η μπιζελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. fabales].