ὑπομονητικός
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
German (Pape)
[Seite 1226] ή, όν, = ὑπομενητικός, Arist. virt. et vit. 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπομονητικός, -ή, -όν, ΝΑ, και υπομονετικός, Ν ὑπομονή
αυτός που έχει υπομονή, καρτερικός
νεοελλ.
1. ήρεμος, ψύχραιμος
2. (ιδίως σχετικά με προσβολές) ανεκτικός.
επίρρ...
υπομονητικώς / ὑπομονητικῶς ΝΑ, και υπομονητικά Ν
με εγκαρτέρηση, υπομονή.