φάντες
From LSJ
Greek Monolingual
και φάντης, ο, Ν
1. φιγούρα της τράπουλας που παριστάνει νεανία, βαλές
2. φρ. α) «ήρθε σαν φάντης μπαστούνι» — λέγεται για την απροσδόκητη αλλά και ενοχλητική εμφάνιση ενός προσώπου
β) «τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο» — λέγεται για συσχετισμό πραγμάτων εντελώς άσχετων μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fante < ισπ. infante < λατ. infans, -antis «παιδί»].