σχοινίλος

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, s. das Vor.

Greek Monolingual

ή σχοινίκλος, ὁ, Α
το πτηνό σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίλος (πρβλ. πεπρ-ίλος)].