Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τίλση

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

η / τίλσις, -εως, ΝΑ τίλλω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τίλλω, βίαιη απόσπαση, κυρίως τριχών, μάδημα
νεοελλ.
1. (σχετικά με ύφασμα) ξέφτισμα, κουρέλιασμα
2. λανάρισμα
αρχ.
(σχετικά με χόρτα) εκρίζωση, ξερίζωματίλσις χόρτου», πάπ.).