κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Α
επίρρ. άνω κάτω, άτακτα, ανάκατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίρρ., αβέβαιης ετυμολ., σχηματισμένο με α' συνθετικό τη λ. σύρβη / τύρβη «ταραχή, θόρυβος», ενώ το β' συνθετικό συνδέεται πιθ. με το ρ. βύω «κλείνω, ταπώνω, φράζω» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βύττος
γυναικὸς αἰδοῖον)].